- ὀλεθρεία
- ὀλεθρ-εία or [suff] ὀλεθρ-ία, ἡ, = sq., LXX Es.8.13 (E 21), 3 Ma.4.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολεθρεία — ὀλεθρεία και ὀλεθρία, ἡ (Α) όλεθρος, καταστροφή, αφανισμός («ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῑσαν αὐτοῑς ὀλεθρίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλεθρεία < ὀλεθρεύω, ενώ ο τ. ὀλεθρία < ὄλεθρος] … Dictionary of Greek